ηθικοθρησκευτικός

ηθικοθρησκευτικός
η , ό[ν] относящийся к христианской морали

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηθικοθρησκευτικός" в других словарях:

  • ηθικοθρησκευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ηθική και στη θρησκεία ή στη θρησκευτική ηθική («ηθικοθρησκευτικές ομιλίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + θρησκευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»